μαραίνω

μαραίνω
(AM μαραίνω)
1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη θαλερότητα του, συντελώ στο να ξεραθεί ένα φυτό (α. «ο ήλιος μάς μάρανε τα λουλούδια» β. «ἐπὶ ἀνθέων τών μαραινομένων», Ερμογ.)
2. μτφ. κάνω κάποιον ή κάτι να χάσει τη ζωτικότητα και τη φρεσκάδα του, φθείρω, μαραζώνω (α. «πάντα μαραίνει ὁ θάνατος», Διήγ. Αχιλλ.
β. «κάλλος μὲν γὰρ ἤ χρόνος ἀνήλωσεν ἢ νόσος ἐμάρανε», Ισοκρ.
γ. «φθίνει γὰρ καὶ μαραίνεται νόσῳ», Ευρ.)
αρχ.
1. σβήνω, κάνω να σβήσει κάτι που καίει (α. «ἀνθρακιήν δ' ἐμάρανε», Ύμν. Ερμ. β. «ἀτὰρ ἐπεὶ κατὰ πῡρ ἐκάη καὶ φλὸξ ἐμαράνθη», Ομ. Ιλ.)
2. παθ. μαραίνομαι
α) εξασθενώ, ελαττώνομαι, σβήνω, εξαφανίζομαι
β) (για ποταμό) αποξηραίνομαι, ξεραίνομαι, στεγνώνω
γ) (για ανέμους και κύματα) κοπάζω, ησυχάζω, καταπαύω
δ) (για κρασί) χάνω τη δύναμή μου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μαραίνω ανάγεται πιθ. στη συνεσταλμένη βαθμίδα *mr- της ΙΕ ρίζας *mer- «πεθαίνω» (πρβλ. λατ. morior και λ. βροτός). Κατ' άλλη άποψη, το ρ. έχει το ίδιο θ. με το ρ. μάρναμαι, ενώ ο ενεστ. μαραίνω έχει σχηματιστεί κατά τα κηραίνω, ἰαίνω. Η σύνδεση αυτή όμως προσκρούει σε σημασιολογικές δυσχέρειες, καθώς το ρ. μάρναμαι «πολεμώ, μάχομαι» δεν έχει καμιά σημασιολογική συγγένεια με τις έννοιες τού θανάτου και τού μαρασμού τού μαραίνω. Στον Όμηρο ο τ. μαραίνομαι λεγόταν για πεθαμένο από πνιγμό. Αργότερα το ρ. χρησιμοποιήθηκε με τη γενική σημ. τού «φθείρομαι, φθίνω».
ΠΑΡ. μάρανση, μαρασμός
αρχ.
μαραντικός
μσν.
μαρανίσκομαι
νεοελλ.
μάραμα.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) αρχ. μαραίπους. (Β' συνθετικό) απομαραίνω, καταμαραίνω
αρχ.
εκμαραίνω, προμαραίνω
νεοελλ.
ψυχομαραίνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • μαραίνω — quench pres subj act 1st sg μαραίνω quench pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραίνω — μαραίνω, μάρανα βλ. πίν. 44 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • μαραίνω — μάρανα, μαράθηκα, μαραμένος 1. κάνω ένα φυτό να χάσει τη δροσιά του, ξεραίνω: Ο λίβας μάρανε τα σιτηρά. 2. μτφ., κάνω κάτι να χάσει τη φρεσκάδα του, τη ζωντάνια του, μαραζιάζω: Η όμορφη κοπέλα μαράθηκε ύστερα από μια μεγάλη ερωτική απογοήτευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μαραίνεσθον — μαραίνω quench pres imperat mp 2nd dual μαραίνω quench pres ind mp 3rd dual μαραίνω quench pres ind mp 2nd dual μαραίνω quench imperf ind mp 2nd dual (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραίνετε — μαραίνω quench pres imperat act 2nd pl μαραίνω quench pres ind act 2nd pl μαραίνω quench imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραίνῃ — μαραίνω quench pres subj mp 2nd sg μαραίνω quench pres ind mp 2nd sg μαραίνω quench pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμαραμμένα — μαραίνω quench perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμαραμμένᾱ , μαραίνω quench perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμαραμμένᾱ , μαραίνω quench perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεμαρασμένα — μαραίνω quench perf part mp neut nom/voc/acc pl μεμαρασμένᾱ , μαραίνω quench perf part mp fem nom/voc/acc dual μεμαρασμένᾱ , μαραίνω quench perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραινομένων — μαραίνω quench pres part mp fem gen pl μαραίνω quench pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μαραινόμεθα — μαραίνω quench pres ind mp 1st pl μαραίνω quench imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”